callada - ορισμός. Τι είναι το callada
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι callada - ορισμός


callada      
sust. fem.
1) Silencio o efecto de callar.
2) Mar. Intermisión de la fuerza del viento o de la agitación de las olas.
sust. fem.
Francachela en que única o principalmente se comen callos
callada      
I
callada1
1 f. Acción y efecto de callarse.
2 Mar. Intervalo en que se suspende el viento o el oleaje violento. *Calma.
A las calladas. Calladamente.
Dar la callada por respuesta. No *responder.
II
callada2 f. Comida hecha como fiesta, en que el único o principal plato son los callos.
callada      
Sinónimos
sustantivo
mutis: mutis, sigilo
Expresiones Relacionadas
silencio: silencio, mutismo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για callada
1. Demócrata convencida, Madonna, nacida en Michigan, había estado muy callada en esta campaña electoral.
2. Y creo que por eso no tengo marido: porque no me quedo callada.
3. Es muy callada, pero fue como si hubiese llegado de pronto al punto de ebullición", agregó.
4. Nora todavía es rubia natural, lánguida, callada, buena amarra para contener.
5. Ahora está callada, la quiero mucho hora", dijo, precisaron las fuentes de la investigación.
Τι είναι callada - ορισμός